δέρτρον

δέρτρον
δέρτρον, τό, (δέρω)
A = ἐπίπλους, caul or membrane which conlains the bowels,

χολάδας δέρτροισι καλύψεις Antim.45

, cf. Hp.Epid.5.26; γῦπε . . δέρτρον ἔσω δύνοντες even to the bowels, Od.11.579
.
II in Od. l.c., δέρτρον is expld. by Gramm., as EM257.31, etc., of the vulture's beak: hence, of a sharp point, Lyc.880.
III pl., = τύμπανα, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δέρτρον — δέρτρον, το (Α) 1. η μεμβράνη που περιβάλλει το συκώτι και τα εντόσθια 2. το ράμφος τού γερακιού 3. πληθ. τύμπανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω + (επίθημα) –τρον δηλωτικό τού οργάνου (πρβλ. ήτρον, κάλυπτρον)] …   Dictionary of Greek

  • δέρτρον — caul neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρτρα — δέρτρον caul neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρτροισι — δέρτρον caul neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρτρου — δέρτρον caul neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρτρων — δέρτρον caul neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που …   Dictionary of Greek

  • der-, heavy basis derǝ-, drē- —     der , heavy basis derǝ , drē     English meaning: to cut, split, skin (*the tree)     Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten”     Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”